δια-

δια-
приставка, означ.:
1) сквозное действие: διασχίζω; 2) распределение: διαμοιράζω; 3) разделение: διαλύω; 4) взаимность: διαλέγομαι; 5) завершённость: διαπράττω, διαφθείρω; 6) превосходство: διαπρέπω; 7) разбрасывание, распыление: διασκορπίζω; 8) различие: διαφωνώ; 9) соперничество: διαγωνίζομαι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "δια-" в других словарях:

  • Δία — Δίᾱ , Δίη fem nom/voc/acc dual Δίᾱ , Δίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ζεύς dyaús masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διά — through indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δῖα — neut nom/voc/acc pl Δῖον neut nom/voc/acc pl Ζεύς dyaús masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… …   Dictionary of Greek

  • δία — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… …   Dictionary of Greek

  • Δίᾳ — Δίαι , Δίη fem nom/voc pl Δίᾱͅ , Δίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διά κενής — διά κενῆς και διακενῆς (ενν. πράξεως) επίρρ. (AM) 1. άσκοπα, μάταια, ανώφελα 2. χωρίς λόγο, αναίτια …   Dictionary of Greek

  • Διᾶ — Ζεύς dyaús masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διά — Ζεύς dyaús masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δῖα — δῖος heavenly fem nom/voc sg (epic) δῖος heavenly neut nom/voc/acc pl δῖος heavenly neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δία — δί̱ᾱ , δῖος heavenly fem nom/voc/acc dual δί̱ᾱ , δῖος heavenly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»